- εκχωρητής
- ο θηλ. -ήτρια1. αυτός που εκχωρεί (βλ. λ.) σε άλλον κάτι.2. (νομ.), ο δανειστής που μεταβιβάζει την απαίτησή του σε άλλο δανειστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.